Άπαντα 7
[...] Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Αππιανός συνέγραψε τα "Ρωμαϊκά", δηλαδή την ιστορία της Ρώμης. Άρχιζε από την ίδρυση της πόλης και έφτανε μέχρι και τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα, επιδιώκοντας να δώσει μια κατά το δυνατόν πλήρη εικόνα της πρώτης χιλιετίας της ρωμαϊκής ιστορίας.
Για την κατάταξη του υλικού του χρησιμοποίησε όχι το χρονολογικό αλλά το εθνογραφικό κριτήριο. Παρακολουθεί δηλαδή τις διαδοχικές ρωμαϊκές κατακτήσεις και, για να μη διασπά την τοπική ενότητα, δίνει κατά τη σειρά των κατακτήσεων αυτών την ιστορία των λαών (κυρίως της Μεσογείου αλλά και των άλλων) που αφομοιώθηκαν από το ρωμαϊκό κράτος.
Κατά τη μαρτυρία του πατριάρχη Φωτίου, η "Ιστορία του Αππιανού" χωριζόταν σε είκοσι τέσσερα βιβλία (τα περισσότερα επιγράφονται με το όνομα του λαού τον οποίο αφορά η εκάστοτε αφήγηση). Από αυτά σήμερα σώζονται σε μορφή που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σχεδόν ακέραιη έντεκα βιβλία. [...]
(από την εισαγωγή του βιβλίου)
Τίτλος βιβλίου: | Άπαντα 7 |
---|
Υπότιτλος βιβλίου: | Ρωμαϊκά: Ρωμαϊκοί εμφύλιοι Α΄ 64-121 |
---|
Εκδότης: | Κάκτος |
---|
Συντελεστές βιβλίου: | Αππιανός (Συγγραφέας) Φιλολογική Ομάδα Κάκτου (Μεταφραστής)
|
ISBN: | 9789603525653 | Εξώφυλλο βιβλίου: | Μαλακό |
---|
Σειρά εκδότη: | Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: Οι Έλληνες | Σελίδες: | 180 |
---|
Στοιχεία έκδοσης: | Δεκέμβριος 2007 | Διαστάσεις: | 21x13 |
---|
Σημείωση: | Εισαγωγή, σχόλια: Φιλολογική Ομάδα Κάκτου. Περιλαμβάνεται το πρωτότυπο κείμενο. |
---|
Κατηγορίες: | Επιστήμες > Θεωρητικές > Φιλολογία > Λατινική Γραμματεία |
Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος, 1868-1920
Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1868 στο Βραχώρι Αγρινίου. Είναι το πρώτο από τα επτά παιδιά του κτηματία Ιωάννη Χατζόπουλου και της Θεοφανίας Στάικου, που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Φιλικοί και αγωνιστές του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές (Δημοτικό Σχολείο στο Αγρίνιο, Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι), το 1882 -σε ηλικία δεκατεσσάρων μόλις ετών- εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας· το 1888, αποφοιτά με το βαθμό "Καλώς". Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1889-1891), εργάζεται για δύο χρόνια ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Από το 1893 και έως το 1900 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 επιστρατεύεται και υπηρετεί στην Άρτα. Επιστρέφει έπειτα στην Αθήνα, και τον επόμενο χρόνο (1898-1899) εκδίδει το περιοδικό "Η Τέχνη", το οποίο επιδίωκε να ενισχύσει τη δημοτική γλώσσα και να συστήσει στους αναγνώστες του την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Παρότι βραχύβιο, το περιοδικό του Χατζόπουλου -συνεργάτες του οποίου ήταν ο Ι. Γρυπάρης, ο Κ. Θεοτόκης, ο Α. Καρκαβίτσας, ο Μ. Μαλακάσης, ο Μποέμ, ο Π. Νιρβάνας, ο Κ. Παλαμάς, ο Λ. Πορφύρας κ.ά. -υπήρξε σταθμός στην πνευματική εξέλιξη του τόπου.
Το 1990 κληρονομεί από τον παππού του κτηματική περιουσία και ταξιδεύει στη Γερμανία. Στη Δρέσδη γνωρίζει και παντρεύεται τη Φινλανδή Sunny Haggmann. Από τον Αύγουστο του 1901 έως τον Ιούνιο του 1905 μένουν οικογενειακώς στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1905, με τη γυναίκα του και την τριών ετών κόρη τους εγκαθίστανται στο Μόναχο. Τον Ιούλιο του 1906 θα μετακομίσουν στο Βερολίνο, αλλά το Φεβρουάριο του 1908 θα επιστρέψουν στο Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία, ο Χατζόπουλος θα ασπαστεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη (1907), θα παρακολουθήσει την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας, θα μεταφράσει πολλά θεατρικά έργα (μεταξύ των οποίων έργα του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ), ενώ παράλληλα θα δημοσιεύσει ποιήματα, πεζογραφήματα και κριτικά μελετήματα στον "Νουμά" και σε άλλα έντυπα και περιοδικά. Μεταφράζει επίσης το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" των Μαρξ-Ένγκελς στα ελληνικά, το οποίο θα δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ο εργάτης" του Βόλου, το 1908. Με την κήρυξη του Πολέμου το 1914, ο Χατζόπουλος μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Θα πάψει να είναι μέλος του "Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών" -αν και δεν θα αποκηρύξει τις σοσιαλιστικές ιδέες-, απογοητευμένος από τις διαμάχες των μελών του. Το 1916, ιδρύει μαζί με άλλους διανοούμενους την "Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών". Τον Ιούλιο του 1920, ο Χατζόπουλος ταξιδεύει μια τελευταία φορά στο Μόναχο οικογενειακώς, προκειμένου να μεταφέρουν από εκεί τα πράγματα τους για να επιπλώσουν το καινούργιο σπίτι τους στην οδό Μαυρομιχάλη. Ωστόσο, πηγαίνοντας προς Μπρίντιζι με το ιταλικό ατμόπλοιο "Montenegro", θα πεθάνει από τροφική δηλητηρίαση. Θα κηδευτεί και τα ταφεί στο Μπρίντιζι. Πολλά χρόνια αργότερα, η κόρη του θα μεταφέρει τα οστά του και της γυναίκας του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, διηγήματα, τα πεζά "Αγάπη στο χωριό" (1910), "Ο πύργος του ακροπόταμου" (1915), "Φθινόπωρο" (1917) και τη σατιρική ηθογραφία "Ο Υπεράνθρωπος" (1915).