Το άβατο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ
Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ είναι ένα ιστορικό όνομα, ταυτόχρονα είναι μια γυναίκα σαν τις άλλες, μια γυναίκα ανάμεσα στις άλλες, ανώνυμη.
Η ιστορία της Σιμόν ντε Μπωβουάρ είναι μεγάλη, γραμμένη με μια συνέπεια που ποτέ έως τώρα δεν διαψεύστηκε. Είναι φορέας ιστορίας, πολιτικής, φιλοσοφίας, συγγραφικής δραστηριότητας και η σχέση της με τον Ζαν-Πωλ Σάρτρ αποτελεί οργανικό στοιχείο όλων αυτών των εμπειριών. Είναι φορέας ενός πνεύματος εξέγερσης αστικής προέλευσης, του λεγόμενου υπαρξισμού.
Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ είναι εκδότρια μιας μεγάλης επιθεώρησης, των Νέων Καιρών, με μακρόχρονη παρουσία στην πνευματική ζωή της Γαλλίας. Διατηρεί σύνδεσμο με μια ομάδα γυναικών, που εκφράζονται από τις στήλες του περιοδικού της.
Η στράτευση της Σιμόν ντε Μπωβουάρ έρχεται από πολύ μακριά. Ας μην ξεχνάμε ότι το Δεύτερο φύλο το έγραψε (1949 - 1950) πολύ πριν εμφανιστούν τα φεμινιστικά κινήματα στη Γαλλία.
Σήμερα, βλέπει κανείς πιο ώριμα το Δεύτερο φύλο: σαν μια αρχή πολιτικής, ηθικής και κοινωνικής αφύπνισης της γυναίκας. Γιατί, σε τελική ανάλυση, κοινωνικό είναι το πρόβλημα της γυναίκας.
Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ είναι ανοιχτή απέναντι στους άλλους μ' ένα τρόπο μοναδικό. Κατορθώνει να διατηρεί την παρουσία της χωρίς να γίνεται ακαδημαϊκή, έστω και συγκαλυμμένα. Χρησιμοποιώντας μια αυταρχική ανωνυμία, κατορθώνει να διαγράφει τον εαυτό της, χωρίς να τον εξαφανίζει.
Μέσα από τη Μπωβουάρ μιλάνε οι γυναίκες, σε διάλογο ή μόνες. Γύρω της παίρνουν σάρκα κάθε λογής φωνές, καθημερινές, θεωρητικές, όλες αγωνιστικές. Δεν έχουν όλες κοινή ιδεολογική καταγωγή. Όμως, σε μια εποχή όπου ακόμα και τα προβλήματα των γυναικών διαφημίζονται και πουλιούνται στην αγορά, δεν βλάπτει καθόλου η ταύτιση σε ένα όνομα, όπως εκείνο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ.
(Οι παραπάνω γραμμές είναι κείμενο από ένα αφιέρωμα του γαλλικού περιοδικού "L' Arc" στη Σιμόν ντε Μπωβουάρ)

Hemingway, Ernest, 1899-1961
Ο Έρνεστ Μίλερ Χέμινγουαίη γεννήθηκε το 1899 στο Oak του Ιλινόις. Από τα παιδικά του χρόνια γνώρισε το πάθος των ταξιδιών που σημάδεψε τη ζωή και το συγγραφικό του έργο. Το 1917 ο Χέμινγουαίη προσλήφθηκε ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα Αστέρας του Κάνσας Σίτυ. Τον επόμενο χρόνο δέχτηκε να πάει ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου στο ιταλικό μέτωπο, όπου πληγώθηκε άσχημα και παρασημοφορήθηκε δύο φορές. Γύρισε στις Η.Π.Α. το 1919 και παντρεύτηκε το 1921. Το 1922 ήταν ανταποκριτής στο ελληνοτουρκικό μέτωπο και δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανανέωσε τις πρώιμες φιλίες του με αμερικανούς αυτοεξόριστους, όπως τον Έζρα Πάουντ και τη Γερτρούδη Στάιν. Η ενθάρρυνση και το ενδιαφέρον που έδειξαν για τα κείμενά του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους του Χέμινγουαίη. Τα δύο πρώτα βιβλία του ήταν οι "Τρεις ιστορίες και δέκα ποιήματα" και το "Στον καιρό μας" (1925). Ευρύτερα, όμως έγινε γνωστός με τη σατιρική νουβέλα "Οι χείμαρροι της άνοιξης" (1926), με την οποία και καθιερώθηκε. Η διεθνής του φήμη επιβεβαιώθηκε με τα επόμενα τρία βιβλία του : "Φιέστα" (1926), "Άντρες χωρίς γυναίκες" (1927) και "Αποχαιρετισμός στα όπλα" (1929). Αναμίχθηκε με πάθος στις ταυρομαχίες, "Θάνατος στο απομεσήμερο" (1932), στο κυνήγι άγριων ζώων στην Αφρική, "Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής" (1935), και στο ψάρεμα στην ανοιχτή θάλασσα, "Ο γέρος και η θάλασσα" (1952). Στο κλασικό μυθιστόρημα "Για ποιον χτυπά η καμπάνα" (1940) καταγράφονται οι εμπειρίες του από την παραμονή του στην Ισπανία κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Το άμεσο και φαινομενικά απλό ύφος της γραφής του δημιούργησε ολόκληρες γενιές μιμητών, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα, ενώ η αναγνώριση της θέσης του στην παγκόσμια λογοτεχνία ήλθε το 1954, όταν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ. Ο Χέμινγουαίη αυτοκτόνησε το 1961 στο Αϊντάχο.