Πολλή φασαρία για το τίποτα
Στο «Πολλή φασαρία για το τίποτα» ο Σαίξπηρ δραματοποιεί ένα πολύ αρεστό του θέμα, που δεν είναι άλλο από τον έρωτα, ο οποίος καταλήγει σε έναν θεμελιακό θεσμό του κοινωνικού οικοδομήματος όπως είναι ο γάμος. Απλώς στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δρόμος που οδηγεί στην αίσια έκβαση του γαμήλιου δεσίματος των δύο ερωτευμένων ζευγαριών του έργου, γίνεται με πολλή φασαρία.
Η φασαρία προκαλείται από την επαναλαμβανόμενη και επίμονη –ίσως και ξεροκέφαλη– άρνηση αποδοχής των πραγματικών συναισθημάτων που τρέφουν οι δύο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες του έργου, ο Βενέδικτος και η Βεατρίκη, ο ένας για τον άλλον, που τους παρασύρει σε έναν λαβύρινθο συναισθηματικής καταπίεσης, η οποία τους κάνει να εκφράζονται και να εκδηλώνονται με επιθετική άμυνα, όχι τόσο για να μην πληγώσουν τον εγωισμό και την αυταρέσκειά τους, όσο για να μην πληγωθούν οι ευαίσθητες καρδιές τους από την πιθανή –όπως πιστεύουν– απόρριψη του έρωτά τους από τον άλλον.
Ο μεγαλοφυής Σαίξπηρ, με την πρωτοποριακή γραφή του, δεν έγραψε αυτό το έργο σαν μία απλή κωμωδία, επιχειρεί να συνθέσει μια τολμηρή αλχημεία, αναμειγνύοντας σε σωστές δόσεις το κωμικό με το τραγικό στοιχείο, το υψηλό με το γκροτέσκο, την ψυχή με τις αισθήσεις, όπως κάνει και ο Μπρεχτ στα θεατρικά του έργα.
Ορμώμενοι από τη σύζευξη της σαιξπηρικής προ-αποστασιοποίησης (Pre-Verfremdungseffekt), της μπρεχτικής αποστασιοποίησης (Verfremdungseffekt) και της μεταμοντέρνας μετα-αποστασιοποίησης (Post-Verfremdungseffekt), η παράστασή μας αποδίδεται σε μια αντιστοιχία του “θεάτρου εν θεάτρω”, ως ένα “παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι” (στην αγγλική γλώσσα: “play in play”), με στοιχεία εξπρεσιονιστικά –για την ακρίβεια, ρεαλιστικά-εξπρεσιονιστικά, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό– δηλαδή με τη χρήση ενός μεταμοντέρνου τρόπου απόδοσης του μπρεχτικού Υψηλού Ύφους (Großes Stil).
Αγαθίας ο Σχολαστικός
Αγαθίας ο Σχολαστικός. Ποιητής και ιστορικός από τη Μύρινα της Μικράς Ασίας (περ. 536-582 μ.Χ.). Μετά τις νομικές σπουδές του στην Αλεξάνδρεια, δικηγόρησε στην Κωνσταντινούπολη. Συνεχίζοντας το έργο του Προκόπιου, έγραψε το ιστορικό υπόμνημα "Περί της Ιουστινιανού βασιλείας", σε πέντε βιβλία. Έγραψε επίσης ποιητικές ερωτικές ιστορίες υπό τον τίτλο "Δαφνιακά" (δεν σώθηκαν) και πολλά επιγράμματα που, μαζί με άλλα, παλαιότερων και σύγχρονών του ποιητών, τα περιέλαβε σε "Κύκλο", ταξινομημένα σε εφτά θεματικούς τομείς, και όχι αλφαβητικά όπως γινόταν ως τότε. Η συλλογή του αποτέλεσε τη βάση της ανθολογίας του Κωνσταντίνου Κεφάλα. Τέσσερα επιγράμματά του, "τέσσερα ηθικοπλαστικά έργα που καταγγέλλουν με σφοδρότητα την ανθρώπινη λαιμαργία ", γράφει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στο "Το στεφάνι και η λύρα", τα "προόριζε για εισόδους δημοσίων ουρητηρίων ενός προαστίου της Σμύρνης που κατά τα φαινόμενα είχε ανακαινίσει με δικές του δαπάνες ", έχουν δε "το πλεονέκτημα της πρωτοτυπίας γιατί, αν δεν γελιέμαι, κανείς επιγραμματοποιός δεν έχει συνθέσει επιγραφές για ένα παρόμοιο ευαγές ίδρυμα".