Ο εξάντας της ζωής μας
Η κοινωνία της εργασίας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της κοινωνικής αλληλεγγύης πρέπει να οριοθετηθεί αποφασιστικά από τις δυνάμεις της ανταγωνιστικής αποκοινωνικοποίησης του ανθρώπου, από τις δυνάμεις της βαρβαρότητας και του ολοκληρωτισμού. Να υπερασπιστεί την εργασία και την κοινωνία ως παράγοντες απελευθέρωσης του ανθρώπου και όχι ως παράγοντες εξανδραποδισμού και υποδούλωσης.
Στους αγώνες γι' αυτή την οριοθέτηση, άξιοι λαϊκοί αγωνιστές έχουν τη δική τους ξεχωριστή και καθοριστική συνεισφορά, αφήνουν το στίγμα τους, αναδείχνονται ταγοί και οδηγοί της κοινωνίας.
Να γιατί ο Νίκος Τεμπονέρας πέρασε πρώτος αυτή την πόρτα του σχολείου και με το αίμα του την ξαναέδωσε στους μαθητές και τη κοινωνία σαν παράθυρο γνώσης δημοκρατίας και κοινωνικής αλληλεγγύης.
Να γιατί ο Παύλος Φύσσας κράτησε με το αίμα του λεύτερα τα σοκάκια και τις πλατείες της Αμφιάλης.
Η θυσία και η μνήμη του Νίκου Τεμπονέρα δεν έχει πολιτικούς ιδιοκτήτες, είναι αναφορά αγώνων λαού και νεολαίας. Εκφράζει και αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο στην πιο ολοκληρωμένη κοινωνική του υπόσταση. Αυτό το κομμουνιστικό ιδανικό χρέωσε στους τοτινούς του συντρόφους να προσεγγίζουμε και να υπερασπιζόμαστε.
(Απόσπασμα από την ομιλία του Μιχάλη Βασιλάκη, γραμματέα του Εργατικού Αντιιμπεριαλιστικοό Μετώπου στην εκδήλωση μνήμης και τιμής για τον Νίκο Τεμπονέρα, Γενάρης 2016)

Μίσσιος, Χρόνης, 1930-2012
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ'ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς... " (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;" (Γράμματα, 1988). "Κοσμοκαλόγερος", σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του. Έφυγε από τη ζωή στα 82 του χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ "πάλεψε" με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.