Ιστορίες του μυαλού; Κάποιος ξέρει
Θεσσαλονίκη, ακούστηκε· είχα φτάσει. Σηκώθηκα, πιο προσεκτικός αυτή τη φορά, να μη χτυπήσω, το χέρι μου έψαξε, όπως το μπαστούνι του τυφλού στο κενό, τη βαλίτσα μου, όμως μάλλον την είχαν κλέψει. Εμπάς περιπτώσει, δε στενοχωρήθηκα τόσο για τα λιγοστά ρούχα που μόλις είχα χάσει - τα μπατζάκια μου, ωστόσο, είχαν στίγματα εμετού, όσο για το δώρο που είχα κρύψει εκεί για τον Άρνολντ. Άλλωστε δυο μέρες θα καθόμουν, μετά θα πέρναγα τα στενά του Ευρίπου. Έτσι κάποιοι είχαν αποφασίσει. Ο φίλος κινηματογραφιστής -και άλλος κόσμος, όπως τότε τα χρόνια της ξενιτιάς- με περίμενε απ' έξω.
Ησυχία, κάντε ησυχία, σας παρακαλώ. Η τελευταία η πράξη δεν έβγαινε με τίποτα. Όλοι έδειχναν εμφανώς αλαλιασμένοι -ίσως να έφταιγα και 'γώ σ' αυτό- με τα επί σκηνής φώτα πάνω μας, να τονίζουν τον ιδρώτα. Γύρισα με μια κίνηση να στεγνώνει το μέτωπό μου. Η ταξιθέτρια ενίσχυε την ωρυγή της στο κατάμεστο "Παπαδημητρίου" απειλώντας ότι θα τους πετάξει έξω. Κατέβηκα. Δεν είχε νόημα βλέπεις. Άλλωστε, όλα εκείνα τα πρόσωπα -οι ασυμβίβαστοι- μου φαίνονταν γνωστά, συγγενικά τα περισσότερα.

Tremayne, Peter
Peter Tremayne είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο μιας πολύ γνωστής αυθεντίας για τους αρχαίους Κέλτες, ο οποίος χρησιμοποιεί τις γνώσεις του για το νομικό σύστημα Μπρέχον και την ιρλανδική κοινωνία του έβδομου αιώνα για να δημιουργήσει μια νέα αντίληψη στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Για τη "σημαντική συνεισφορά του προς την ιρλανδική λογοτεχνία και πολιτισμική κληρονομιά" του απενεμήθη ο τιμητικός τίτλος του Ισόβιου Μέλους της Ιρλανδικής Φιλολογικής Εταιρείας.