Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου και Διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο
"Δεν θα μιλήσω χρησιμοποιών όρους της τεχνοκριτικής, διότι δεν είμαι κριτικός, ούτε τρέφω συμπάθειες για την κριτική. Δεν θα μιλήσω ως αισθητικός, διότι η αισθητική είναι αντιποιητική, και, εκπορευόμενη από τα εκλογικευτικά στοιχεία της διάνοιας, αντί να οξύνει, ουσιαστικώς, αμβλύνει τις αισθήσεις. Δεν θα μιλήσω ως φιλόσοφος ή κοινωνιολόγος, όπως είναι της μόδας να κάμνουν σήμερα άνθρωποι τελείως άσχετοι με αυτές τις ειδικευμένες επιστήμες, διότι η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία όπως και η πολιτική είναι άσχετες με την ποίηση και τη ζωγραφική, όταν δεν είναι η ίδια η διενέργειά των πράξις ποιητική. Θα μιλήσω μόνον ως θαυμαστής του Νικολάου Εγγονoπούλου, του μεγάλου ημών ποιητού και ζωγράφου, για να του πλέξω το εγκώμιον και για να του ανταποδώσω με προβολές συναισθηματικής υφής τις βαθύτατα συγκλονιστικές συγκινήσεις που μου δίδει πάντοτε η ποίησίς του. Κοιτάξτε τον".
Το 1945 ο Ανδρέας Εμπειρίκος δημοσιεύει στο περιοδικό "Τετράδια" το μοναδικά γενναιόδωρο κριτικό και εγκωμιαστικό κείμενο ενός ποιητή προς άλλον ποιητή, τον Νικόλαο Εγγονόπουλο, ορίζοντας εξαρχής τους λαμπερούς όρους του εγκωμίου του.
Το 1963 ο Εμπειρίκος θα επανέλθει με ένα νέο κείμενο που θα εκφωνήσει σε μεγάλη έκθεση του υπερρεαλιστή ζωγράφου και ποιητή. Λίγες μέρες μετά ο Εγγονόπουλος θα κάνει μιαν άλλη τιμητική αντιφώνηση στον Εμπειρίκο. Τα κείμενα αυτά, υποδείγματα ήθους και γενναιοδωρίας καλλιτέχνη προς καλλιτέχνη, που αναζητούν το υψηλόν και όχι τη μικρότητα και συνεκδίδονται στο παρόν τομίδιο, σφραγίζουν τη σαραντάχρονη φιλία και συμπόρευση δύο πολύ μεγάλων Ελλήνων ποιητών.

Καρυωτάκης Κώστας Γ.
Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια, αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα, μέχρι και από τα Χανιά. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Η ελεύθερη φύση του δεν μπορούσε να δεχθεί την γραφειοκρατία της κρατικής μηχανής, την οποία και καυτηριάζει όποτε μπορεί (χαρακτηριστικό το πεζό: Κάθαρσις). Γι' αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας, πράγμα που τον στιγματίζει. To Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του συλλογή: "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων", η οποία τυγχάνει αδιάφορης ή υποτιμιτικής κριτικής. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του Άγη Λεβέντη (με τα ψευδώνυμα Μίμης Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας, αντίστοιχα) το σατιρικό περιοδικο "Η Γάμπα", που παρά την επιτυχία του κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του. Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα "Νηπενθή". Εκείνο τον καιρό συνδέεται με την ποιήτρια Μ. Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις τους ήταν ερωτικές. Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή, "Ελεγεία και Σάτιρες". Το Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί σ' αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό το ποίημα Πρέβεζα). Στις 21 Ιουλίου θέτει τέρμα στη ζωή του.