Συστήματα αυτομάτου ελέγχου και αυτοματισμοί
Σκοπός του βιβλίου είναι να προσφέρει στον αναγνώστη τις βασικές καθώς και τις σύνθετες θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις που αφορούν τα συστήματα αυτομάτου ελέγχου και Αυτοματισμού. Παράλληλα επιδιώκει να τους κατευθύνει κυρίως στη μελέτη και την εμβάθυνση της θεωρίας και των χαρακτηριστικών των ηλεκτρονικών, ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών συστημάτων ελέγχου καθώς και τη χρησιμότητα τους στο χώρο της μηχανικής επιστήμης. Απευθύνεται σε φοιτητές των Ανωτάτων Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και των Πολυτεχνείων, όπως επίσης και σε μηχανικούς που χρησιμοποιούν τέτοιου είδους συστήματα. Ιδιαίτερη προσπάθεια καταβλήθηκε για την κατά το δυνατόν παραστατικότερη παρουσίαση της ύλης μέσα από μία μεγάλη σειρά εικόνων, σχημάτων και πινάκων και αναπτύσσεται στις εξής βασικές θεματικές ενότητες: συστήματα Προσομοίωσης (δικτυώματα διαφόρισης, ολοκλήρωσης, χρονική απόκριση συστημάτων στη μεταβατική και μόνιμη κατάσταση) Ηλεκτρο-Υδραυλικοί Σερβομηχανισμοί (συστήματα κλειστού βρόχου) Αναλογικοί Υπολογιστές (προσομοίωση γραμμικών συστημάτων και επίλυση διαφορικών εξισώσεων Α' και Β' βαθμού) Προγραμματιζόμενοι Λογικοί Ελεγκτές (θεωρία, ασκήσεις και εφαρμογές) Ψηφιακοί Βιομηχανικοί Αυτοματισμοί με χρήση Ηλεκτρονικών Κυκλωμάτων Αυτοματισμοί με ρελέ (θεωρία και ασκήσεις) Υδραυλικοί αυτοματισμοί Πνευματικοί Αυτοματισμοί (συστήματα συμπιεσμένου αέρα)

Τσάκος, Κωνσταντίνος
Ο Κωνσταντίνος Τσάκος σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με μεγάλους δασκάλους, όπως ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο Γεώργιος Μπακαλάκης, ο Ιωάννης Κακριδής, ο Μιχάλης Σακελλαρίου. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα αρχαιολογίας και νεότερης τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου με καθηγητές τον Ernst Homman-Wedeking και τον Dieter Ohly.
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων, είναι ισόβιος εταίρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας και αντεπιστέλλον μέλος του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, καθώς και επίτιμο μέλος των Συλλόγων των Φίλων της Ακροπόλεως και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Εργάστηκε από τα φοιτητικά ήδη χρόνια στις ανασκαφές της Βεργίνας, στην Ανατολική Νεκρόπολη και στη Ρωμαϊκή Αγορά της Θεσσαλονίκης. Από το 1965 μέχρι το 1990 υπηρέτησε αρχικά ως Επιμελητής και αργότερα ως Έφορος Αρχαιοτήτων στις Κυκλάδες, στην Ήπειρο, στην Ακρόπολη και ως διευθυντής στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας.
Ασχολήθηκε με την προστασία των αρχαιολογικών χώρων, αλλά και των παραδοσιακών οικισμών των Κυκλάδων, της Σάμου και της Ηπείρου. Ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκε για την προστασία του χαρακτήρα της νήσου Μυκόνου, θέμα με το οποίο ασχολήθηκε και σε σειρά ολοσέλιδων άρθρων στην τοπική εφημερίδα "η Μυκονιάτικη" (1990-1995).
Διενήργησε ανασκαφές, με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, κυρίως στη Σάμο, με την οποία εξακολουθεί να ασχολείται μέχρι σήμερα. Σημαντική ήταν η συμβολή του στην οργάνωση της έκθεσης των αρχαιοτήτων στο νέο Μουσείο Πυθαγορείου.
Συμμετείχε με ανακοινώσεις σε διεθνή και τοπικά συνέδρια. Πραγματοποίησε διαλέξεις σε ιδρύματα, μουσεία, πανεπιστήμια και επιστημονικούς συλλόγους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, καθώς και εκπομπές για την εκπαιδευτική τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Μια σειρά αρχαιολογικών οδηγών (Ακρόπολη, Σάμος, Δήλος-Μύκονος, Ολυμπία, κ.λπ.) είναι ο καρπός από τις εμπειρίες του στους αντίστοιχους χώρους.
Μελέτες και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, καθώς και σε εγκυκλοπαίδειες (Πάπυρος-Λαρούς, Δομή κ.λπ.), ενώ ταινίες αρχαιολογικού περιεχομένου με δικό του σενάριο έχουν προβληθεί σε φεστιβάλ αρχαιολογικού φιλμ.