Η γυναίκα της Ζάκυθος
Η "Γυναίκα της Ζάκυθος" αρχίζει να γράφεται στη Ζάκυνθο στο διάστημα της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγιού (1825-1826), συμπυκνώνοντας και αναμορφώνοντας γεγονότα της περιόδου αυτής. Είναι η αφήγηση ενός υποθετικού Διονυσίου Ιερομονάχου εγκάτοικου στο ξωκλήσι τον Αγίου Λύπιου (Αλύπιου) στη Ζάκυνθο. Πίσω από το πρόσωπο αυτό κρύβεται βέβαια ο Σολωμός. Είναι άλλωστε μια συμβατική κάλυψη, αντίστοιχη προς το Βιβλικό ύφος του έργου. Κανείς δεν θα αμφέβαλλε ότι πρόκειται για τον ίδιο.
Η "Γυναίκα της Ζάκυθος" αρχίζει να γράφεται στη Ζάκυνθο στο διάστημα της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγιού (1825-1826), συμπυκνώνοντας και αναμορφώνοντας γεγονότα της περιόδου αυτής. Είναι η αφήγηση ενός υποθετικού Διονυσίου Ιερομονάχου εγκάτοικου στο ξωκλήσι τον Αγίου Λύπιου (Αλύπιου) στη Ζάκυνθο. Πίσω από το πρόσωπο αυτό κρύβεται βέβαια ο Σολωμός. Είναι άλλωστε μια συμβατική κάλυψη, αντίστοιχη προς το Βιβλικό ύφος του έργου. Κανείς δεν θα αμφέβαλλε ότι πρόκειται για τον ίδιο.
Ο αφηγητής, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, είναι παρών ή αοράτως παρών σε όλη την έκταση της αφήγησης, και ορισμένα τμήματα αποτελούν οράματά του με την έννοια μεταφοράς σε άλλο τόπο ή χρόνο. Το θέμα είναι μια Γυναίκα στην πόλη της Ζακύνθου, η ασκήμια και η κακία της, η σκληρή συμπεριφορά της απέναντι στις Μεσολογγίτισσες που είχαν καταφύγει στη Ζάκυνθο, το απροκάλυπτο μίσος της εναντίον της επαναστατημένης Ελλάδας, και η μελλοντική τιμωρία της Γυναίκας αυτής.
Στα 1829 ο Σολωμός, έπειτα από την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα, καθαρογράφει και συγχρόνως επεξεργάζεται και πάλι το έργο. Αν και η δράση εξακολουθεί να εντοπίζεται αποκλειστικά στη Ζάκυνθο, ο αφηγητής μεταφέρεται από τον Άγιο Λύπιο της Ζακύνθου στη μονή της Πλατυτέρας στην Κέρκυρα. Εκεί υποτίθεται ότι ζούσε ως την πρώτη ή δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα ο "Ιερομόναχος Σολωμός". Ο συγγραφέας (προφανώς παρουσιαζόμενος σαν απόγονος της ίδιας οικογένειας) είχε δήθεν βρει στο κελλί του Ιερομονάχου, σε κρύπτη στον τοίχο, το χειρόγραφο με το κείμενο αυτό, που έτσι μεταβάλλεται σε προφητεία όχι μόνο για τη Γυναίκα και το Μεσολόγγι, αλλά και για την ίδια την επανάσταση του 1821. Πολύ γρήγορα το τέχνασμα αυτό, που διέλυε τον ρεαλιστικό και δραματικό χαρακτήρα του έργου και δημιουργούσε συγκεκριμένες αντιφάσεις, εγκαταλείπεται από τον Σολωμό, και η λέξη Πλατυτέρα διαγράφεται. Γίνονται όμως άλλες τροποποιήσεις, αναδιαρθρώσεις, διαγραφές, προσθήκες και σημειώσεις [...]. Θα δούμε παρακάτω λεπτομερέστερα, στην εξέταση της δομής του έργου, τις δοκιμές, τους δισταγμούς και τις αντιφάσεις των προσθηκών της δεύτερης επεξεργασίας [...]
(Από την εισαγωγή στην πρώτη έκδοση, 1994)
Τίτλος βιβλίου: | Η γυναίκα της Ζάκυθος |
---|
Εκδότης: | Στιγμή |
---|
Συντελεστές βιβλίου: | Σολωμός Διονύσιος (Συγγραφέας)
|
ISBN: | 9789602692592 | Εξώφυλλο βιβλίου: | Μαλακό |
---|
Στοιχεία έκδοσης: | Ιούλιος 2014 | Διαστάσεις: | 24x17 |
---|
Κατηγορίες: | Λογοτεχνία > Ελληνική Λογοτεχνία > Δοκίμιο |

Hitchens, Christopher, 1949-2011
Ο Κρίστοφερ Έρικ Χίτσενς (1949-2011) γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ του Χάμσαϊρ, στη Ν. Αγγλία, κατά τη διάρκεια της πολεμικής θητείας και των δύο γονιών του στο Βασιλικό Ναυτικό. Παρακολούθησε πολύ καλές σπουδές, κάτω από τη φροντίδα τους, αρχικά στο σχολείο Leys School του Κέιμπριτζ και στη συνέχεια στο Balliol College της Οξφόρδης, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, πολιτικής και οικονομικής επιστήμης. Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του "Hitch-22", που εκδόθηκε πολύ αργότερα, το 2010, αφηγήθηκε, μεταξύ άλλων, ορισμένες ομοφυλοφιλικές εμπειρίες από την ηλικία αυτή. Τη δεκαετία του '60, ο Χίτσενς εντάχθηκε στο κίνημα αντίθεσης προς τον πόλεμο του Βιετνάμ, την κλιμάκωση των πυρηνικών εξοπλισμών και την κυριαρχία των πολυεθνικών εταιρειών. Το 1965 προσχώρησε στο Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας, από το οποίο διαγράφτηκε, όμως, το 1967, μαζί με όλη τη σπουδαστική του οργάνωση, εξαιτίας της κριτικής που άσκησαν στην υποστήριξη του πολέμου του Βιετνάμ από τον πρωθυπουργό Χάρολντ Γουίλσον. Άρχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα τη δεκαετία του ΄70, ως ανταποκριτής του τροτσκιστικού περιοδικού "International Socialism", και αργότερα ως συνεργάτης του "The London Times Higher Education Supplement", σε θέματα κοινωνικών επιστημών, και του περιοδικού "The New Statesman". Η αυτοκτονία της μητέρας του σ' ένα δωμάτιο αθηναϊκού ξενοδοχείου, το 1973, τον έφερε κατ' ανάγκη στην Ελλάδα. Επιστρέφοντας δημοσίευσε ένα αποκαλυπτικό άρθρο για την κατάσταση της ελληνικής χούντας, που έμελλε να είναι το πρώτο του κείμενο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "New Statesman". Το 1981 ο Χίτσενς εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, αρχίζοντας να γράφει για το εβδομαδιαίο περιοδικό "The Nation" και για το μηνιαίο "Vanity Fair", ασκώντας έντονη κριτική στους Χένρι Κίσινγκερ, Ρόναλντ Ρέιγκαν, Τζορτζ Χ. Ου. Μπους και στην πολιτική των ΗΠΑ στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Μέσα από το τολμηρό και αντισυμβατικό περιεχόμενο του πολιτικού του λόγου, ο Χίτσενς εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο επιφανείς δημοσιογράφους και διανοούμενος της εποχής του. Φανατικός θαυμαστής του Τόμας Πέιν, του Τζορτζ Όργουελ και του προέδρου Τζέφερσον, δεν δίστασε να περιλάβει στα βέλη της κριτικής του τη νομπελίστρια ειρήνης Μητέρα Τερέζα και τους Μπιλ και Χίλαρι Κλίντον. Το 1989 άρχισε να αποστασιοποιείται από την παραδοσιακή γραμμή "αριστερών" διανοούμενων όπως οι Νόαμ Τσόμσκι, Νόρμαν Μέιλερ, Σούζαν Σόνταγκ και Τζον Απαντάικ, λόγω της χαλαρής τους αντίδρασης στην εντολή δολοφονίας του Σαλμάν Ρούσντι που εξέδωσε ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, με αφορμή το βιβλίο του "Σατανικοί στίχοι". Πιστοί φίλοι του ως το τέλος παρέμειναν, αντίθετα, οι συγγραφείς Ίαν Μακ Γιούαν, Μάρτιν Έμις και Σαλμάν Ρούσντι. Το 1997 συντάχθηκε με το αίτημα επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα, καταθέτοντας την άποψή του στο βιβλίο: "The Parthenon Marbles: The Case for Reunification". Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 τα άρθρα του τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της διεθνούς επέμβασης των ΗΠΑ εναντίον των θεοκρατικών καθεστώτων και στη συνέχεια υπέρ του πολέμου στο Ιράκ, γεγονός για το οποίο κατηγορήθηκε ως νεο-αντιδραστικός. Ωστόσο, συνέχισε να διακηρύσσει με κάθε τρόπο τον ριζοσπαστικό αθεϊσμό του, γράφοντας το βιβλίο "God is not Great: How Religion Poisons Everything"/"Ο Θεός δεν είναι μεγάλος", που εκδόθηκε το 2007. Εξέδωσε αρκετά άλλα βιβλία, συμπεριλαμβανομένων των: "Cyprus", 1984, που ξαναεκδόθηκε με τίτλο: "Hostage to History: Cyprus from the Ottomans to Kissinger", 1989, "The Missionary Position: Mother Teresa in Theory and Practice", 1995, "Thomas Paine's Rights of Man: A Biography", "The Trial of Henry Kissinger"/"Η δίκη του Χένρι Κίσινγκερ", 2001, "Letters to a Young Contrarian"/"Γράμματα σ' έναν νέο αντιρρησία", 2001, "Why Orwell Matters", 2002 και "The Portable Atheist: Essential Readings for the Non-Believer", 2007. Τον Σεπτέμβριο του 2005 κατατάχθηκε πέμπτος σε μια δημοσκόπηση για τους 100 σημαντικότερους διανοούμενους των περιοδικών "Foreign Policy" και "Prospect". Πέθανε στο Χιούστον του Τέξας στις 15 Δεκεμβρίου 2011, σε ηλικία 62 ετών, μετά από μια επιπλοκή πνευμονίας που επιδείνωσε την υγεία του, ενώ είχε προσβληθεί από καρκίνο του οισοφάγου.