Αυτό το πνεύμα που παραδίδει το πνεύμα
Από τι απειλείται η ζωή του πνεύματος στους καιρούς ενός σφαιρικού καπιταλισμού, σε μια εποχή όπου η οικονομία, η τεχνική και το άγχος της απόλαυσης γίνονται κέντρο της ύπαρξης; Και με ποιο τρόπο αναγγέλλονται σε εμάς οι απειλές; Mε αυτό το δίπτυχο ερώτημα ξεκινούν και ξετυλίγονται σκέψεις, σχόλια και κρίσεις που μετέχουν με τη σειρά τους σε μια διπλή αγωνία, ηθική και πολιτική. Αν η πνευματικότητα αποκαλύπτει εκείνη την ανθρώπινη διάσταση που αντιστέκεται στο τυφλό γίγνεσθαι των πραγμάτων και στην αδιακρισία των παιχνιδιών της ισχύος, είναι προφανές πως η όποια απάντηση στο ερώτημα αφορά πρωτίστως την πρακτική μας ελευθερία. Η κρίση του πνεύματος δεν περιορίζεται έτσι στις διανοητικές και αισθητικές παραχαράξεις, στις ανησυχητικές παλινδρομήσεις αυτού που λέγονταν κάποτε πνευματική ζωή, αλλά περιλαμβάνει όλες τις κακές χρήσεις της δύναμης. Από τον Νίτσε, τον Βαλερύ και τον Πεγκύ μέχρι τον Πάτοτσκα και τον Xάιντεγγερ αυτές οι κακές χρήσεις της δύναμης συνδέθηκαν με την μετάβαση της Δύσης σε έναν πλανητικό πολιτισμό που συνενώνει την καθημερινότητα και το όργιο, την μετριοπάθεια και την ακρότητα, την κόπωση και την "άγρια ελευθερία". Η πνευματικότητα μετατρέπεται εδώ σε αφηρημένη ενέργεια που ξοδεύεται αφειδώς καταναλώνοντας τα έργα των ανθρώπων, τις κριτικές τους ικανότητες, τις δημόσιες και ιστορικές τους εμπειρίες. Γι' αυτό το λόγο και η διάσωση ενός ορίζοντα πνευματικότητας ξεπερνά τις δυνατότητες και τις διαθέσεις των "ανθρώπων της κουλτούρας". Προβάλλει πλέον ως υπόθεση μιας συνολικής οικολογικής αναμόρφωσης που μπορεί να αποκαταστήσει μια σχέση με τη διάρκεια. Είναι μάλιστα αυτή η σχέση με τη διάρκεια που απαιτεί σήμερα τολμηρές ερμηνείες των φαινομένων της κρίσης του πνεύματος. Γίνεται πάλι επείγουσα μια ριζική δημόσια κριτική χωρίς την οποία η διάγνωση των παθολογιών στην κουλτούρα εξυπηρετεί απλώς την λατρεία των εικόνων μιας χαμένης πνευματικότητας. Σε καμιά περίπτωση ωστόσο η μέριμνα για την πνευματικότητα δεν μπορεί να γίνει άλλοθι για την απαξίωση των άλλων διαστάσεων της ύπαρξης στον κόσμο. Σε καμιά περίπτωση η αυστηρή κριτική στο "κακό καινούργιο" δεν πρέπει να σημάνει παραίτηση από το νεωτερικό αίνιγμα της ελευθερίας χάριν της βεβαιότητας που προσφέρουν οι ιεραρχίες. Υπό τον όρο, βεβαίως, η ελευθερία να προσεγγίζεται πάντοτε ως αίνιγμα, ως μυστήριο ικανό να εμπνέει διαφορετικές ερμηνείες και όχι ως κιβωτός της ασημαντότητας και της ευκολίας.

Σταματοπούλου - Βασιλάκου, Χρυσόθεμις
Η Χρυσόθεμις Σταματοπούλου - Βασιλάκου γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι φιλόλογος-θεατρολόγος. Καθηγήτρια Θεατρολογίας-Ιστορίας και Βιβλιογραφίας του Νεοελληνικού Θεάτρου του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (2017-2020) και Διευθύντρια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών (2016-2020).Ίδρυσε το 2018 το πρώτο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ειδίκευσης του Τμήματος, με δύο κατευθύνσεις: α) Δραματουργία και Παράσταση και β) Διδακτική του Θεάτρου, καθώς και τρία νέα ερευνητικά εργαστήρια α) Εργαστήριο Έρευνας και Τεκμηρίωσης του Νεοελληνικού Θεάτρου, β) Εργαστήριο "Θέατρο, Φιλοσοφία και Εκπαίδευση" και γ) Εργαστήριο Ιστορίας του Βιβλίου.
Απόφοιτος της Ελληνογαλλικής Σχολής Καλογραιών "Saint-Joseph" (1970). Πτυχιούχος του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας (1974), καθώς και του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1976). Έχει επίσης πραγματοποιήσει βιβλιοθηκονομικές και αρχειακές σπουδές στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Τ.Ε.Ι. Αθηνών (1984) και μεταπτυχιακές σπουδές στην Επιστήμη της Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης στο Departement des Sciences de l’ Information et de la Communication (INFODOC) de la Faculte de Philosophie et des Lettres Universite Libre de Bruxelles (ULB). Το 1991 αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα "Το ελληνικό θέατρο στην Κωνσταντινούπολη το 19ο αιώνα" (915 σ., βαθμός "Άριστα"). Υπήρξε επίσης υπότροφος του Ι.Κ.Υ. και του προγράμματος ΕRASMUS.
Έχει εργαστεί στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ως άμισθη ερευνήτρια, 1975-1979), σε βιβλιοθήκες (Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων, 1977-1984, ως Έφορος Βιβλιοθήκης, και Βιβλιοθήκη της Τράπεζας της Ελλάδος, 1984-1987) και ως καθηγήτρια στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας του Τ.Ε.Ι. Αθηνών (μόνιμη 1987-1995, με σύμβαση 1995-2000). Από το 1995 υπηρετεί ως μέλος ΔΕΠ στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών.