Γεώργιος Μάρκου ο Αργείος
Ο συγγραφέας επιχειρεί να φωτίσει τη ζωή ενός "απρόσιτου" και αδικημένου πρωταγωνιστή της μεταβυζαντινής τέχνης, συλλέγοντας και αξιοποιώντας κάθε στοιχείο από το ήδη υπάρχον πενιχρό βιβλιογραφικό υλικό -περιοδεύοντας ο ίδιος και μελετώντας διεξοδικά ένα προς ένα όλα τα μνημεία με τον πλούτο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του στην Αθήνα, στη Σαλαμίνα, στην Πεντέλη, στην Παιανία, στο Κορωπί, στο Μαρκόπουλο, στον Κουβαρά. Επιχειρείται επίσης η ιστορική αποκατάσταση της μέχρι σήμερα ελάχιστης και αποσπασματικής θεώρησης της ζωής και του έργου του, η αισθητική αποτίμησή του, η κριτική των πηγών και τίθενται νέα βάσιμα στοιχεία μεθοδολογικών υποθέσεων αποτεινόμενα στο μελλοντικό ερευνητή. Γίνονται αναφορές και επισημάνσεις, που αφορούν στη ναϊκή αρχιτεκτονική, στη νεώτερη ιστορία και ανθρωπογεωγραφία του λεκανοπεδίου της Αθήνας και των Μεσογείων, στην τοπική εκκλησιαστική ιστορία, στη λαογραφία, στην παράδοση και στη θεολογία.
Πρατίθεται επίμετρο αποκλειστικών φωτογραφικών ντοκουμέντων, σημειώσεων, ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας, ευρετήριου ονομάτων και περίληψης στην αγγλική. Παρατίθεται επίσης πολυσέλιδο παράρτημα του περιεχόμενου στην ιταλική. "Περισπούδαστο το πόνημα. Και τα περί αρβανιτών σχόλια έχουν ευθύτητα" σημείωσε ο ακαδημαϊκός και ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης.
Τίτλος βιβλίου: | Γεώργιος Μάρκου ο Αργείος |
---|
Υπότιτλος βιβλίου: | Το μέγιστο της αγιογραφίας σχολειό στο 18ο αιώνα |
---|
Εκδότης: | Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης - Euarce |
---|
Συντελεστές βιβλίου: | Ανδρέου, Ευάγγελος (Συγγραφέας) Τσαλαμά, Δήμητρα (Μεταφραστής) Παρασκευοπούλου, Αμαλία (Εικονογράφος)
|
ISBN: | 9789609956635 | Εξώφυλλο βιβλίου: | Μαλακό |
---|
Στοιχεία έκδοσης: | Μάρτιος 2012 | Διαστάσεις: | 21x14 |
---|
Κατηγορίες: | Γενικά Βιβλία > Καλές Τέχνες > Ζωγραφική - Γλυπτική - Χαρακτική - Γραφικές Τέχνες |

Επισκοπόπουλος, Νικόλαος Δ., 1874-1944
Νικόλαος Επισκοπόπουλος (1874-1944). Ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, γιος του Διονύσιου Επισκοπόπουλου και της δεύτερης γυναίκας του Αδριανής Σιγούρου, ξαδέλφης του ποιητή Μαρίνου Σιγούρου, η οποία του μετέδωσε την αγάπη της για τα γράμματα και τις ξένες γλώσσες. Στη Ζάκυνθο φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο εγκατέλειψε όμως στη δεύτερη τάξη και συνέχισε ως αυτοδίδακτος, μελετώντας μανιωδώς λογοτεχνικά και επιστημονικά κείμενα. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων εργάστηκε ως βοηθός συνταγολόγος φαρμακοποιού και ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε ένα φιλολογικό ημερολόγιο, όπου δημοσίευε κείμενά του. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Αθήνα (το 1892) και συνέχισε να μελετάει. Το 1893 πραγματοποίησε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία δημοσιεύοντας με μεσολάβηση του Γρηγορίου Ξενόπουλου στην εφημερίδα Άστυ το διήγημα Ut diese mineur, που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από το Δημ.Κακλαμάνο και οδήγησε στην πρόσληψή του στην εφημερίδα ως μόνιμου συντάκτη. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις πεζογραφημάτων, ποιημάτων, χρονογραφημάτων, μεταφράσεων και δοκιμίων κριτικής στα έντυπα Εθνικόν Ημερολόγιον του Κων/νου Σκόκου, Εστία, Παναθήναια, Τέχνη του Κων/νου Χατζόπουλου, Το περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου και αλλού, δραστηριότητα η οποία ενέταξε τον Επισκοπόπουλο στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Σχετίστηκε με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον Παύλο Νιρβάνα, και σύχναζε στα φιλολογικά σαλόνια του Γεώργιου Δροσίνη, του Γεώργιου Σουρή και της Καλλιρρόης Παρρέν. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Ανατόλ Φρανς στην Αθήνα ο Επισκοπόπουλος ανέλαβε να τον ξεναγήσει στα αρχαιολογικά αξιοθέατα της πόλης και συνδέθηκε φιλικά μαζί του και με τη φίλη του, την κυρία Καβαγιέ. Οι δύο τελευταίοι του πρότειναν να εγκατασταθεί στο Παρίσι, πράγμα που έκανε το 1904 μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του Αδριανή. Στο Παρίσι ο Επισκοπόπουλος έγινε γνωστός ως λογοτέχνης, μελετητής, κριτικός και απομνημονευματογράφος του Ανατόλ Φρανς με το ψευδώνυμο Nicolas Segur και συνεργάστηκε με γνωστά έντυπα της πόλης, όπως τα Figaro, Matin, Revue des revues. Πέθανε στο Παρίσι από ημιπληγία. Το λογοτεχνικό έργο του Νικόλαου Επισκοπόπουλου κινείται στα πλαίσια του αισθητισμού, με πρότυπα συγγραφείς όπως οι Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Κάρολος Μπωντλαίρ και Ανατόλ Φρανς. Γλώσσα του ήταν η περίτεχνη καθαρεύουσα με σαφές προσωπικό στίγμα, την οποία υπέταξε στις ανάγκες της ιδιόμορφης αφηγηματικής τεχνικής του, που, μακριά από το ρεαλισμό και με συχνή χρήση των στοιχείων του φανταστικού και του παράδοξου, υπηρέτησε μια φόρμα με έμφαση στην εσωτερική πλοκή, στη δραματική δηλαδή απεικόνιση της ψυχικής κατάστασης και εξέλιξης του εκάστοτε ήρωα ή του ίδιου του συγγραφέα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νικόλαου Επισκοπόπουλου βλ. Αβουρης Σπυρ., «Επισκοπόπουλος Νικόλαος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Δάλλας Γιάννης, «Νικόλαος Επισκοπόπουλος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Θ΄ (1900-1914), σ.24-50. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).